- ὑαλουργός
- ὑᾰλουργ-ός, ὁ,A glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Gloss.; [pref] ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υαλουργός — ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
υαλουργός — ο 1. ο κατασκευαστής γυαλιού, ο υαλοποιός. 2. τεχνίτης που επεξεργάζεται το γυαλί για δημιουργία γυάλινων ειδών, ο υαλοτέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑαλουργοῦ — ὑαλουργός glass worker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλουργῶν — ὑαλουργός glass worker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
υαλάς — και οἱαλᾱς, ᾱ, ὁ, Α υαλουργός, γυαλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. ᾶς τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ ᾶς). Η γραφή τής λ. με οι απαντά την εποχή που η δίφθογγος οι είχε συμπέσει στην προφορά με το υ /u/] … Dictionary of Greek
υαλοποιός — ο, Ν υαλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
υαλουργία — η / ὑαλουργία, ΝΜ, και υελουργία Ν [ὑαλουργός] η τέχνη και το έργο τής παρασκευής γυαλιού ή τής κατασκευής γυάλινων ειδών, η υαλοποιία νεοελλ. 1. εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού ή γυάλινων αντικειμένων, υαλουργείο 2. αντίστοιχος… … Dictionary of Greek
υαλουργείο — το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α [υαλουργός] εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο … Dictionary of Greek
υαλουργικός — ή, ό / ὑαλουργικός, ή, όν, ΝΜ, και υελουργικός, ή, ό, Ν [υαλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλουργία ή ο χρήσιμος στην υαλουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής παρασκευής και επεξεργασίας τής υάλου, η… … Dictionary of Greek
υελιάριος — και ὑλιάριος, ὁ, Α υαλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕελος / ὑέλιον + κατάλ. (ι)άριος (πρβλ. φαμιλιάριος)] … Dictionary of Greek